- εγχειρώ
- εγχείρησα, εγχειρήθηκα, εγχειρημένος, (ιατρ.), εκτελώ εγχείρηση, χειρουργώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εγχειρώ — (AM ἐγχειρῶ, έω) νεοελλ. διενεργώ εγχείρηση αρχ. μσν. 1. βάζω το χέρι μου πάνω σε κάποιον ή κάτι 2. επιχειρώ αρχ. 1. επιτίθεμαι 2. αρχίζω θεραπεία … Dictionary of Greek
ἐγχειρῶ — ἐγχειρέω take pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐγχειρέω take pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχείρω — ἐν χειρόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἐν χειρόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχίζω — και αρχινώ ( άω) και αρχινίζω (Μ ἀρχίζω και ἀρχινῶ [ άω] και ἀρχινίζω) 1. (για γεγονός ή χρονικό διάστημα) βρίσκομαι στην αρχή, στην έναρξη («άρχισαν οι ζέστες», «αρχίνησε ο πόλεμος») 2. κάνω αρχή έργου ή πράξης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρχίζω < αρχή ή… … Dictionary of Greek
εγχειρίζω — (AM ἐγχειρίζω) δίνω στο χέρι, εμπιστεύομαι, αναθέτω, παραδίνω («ἐνεχείρισε τὸ βρέφος») μσν. νεοελλ. εγχειρώ αρχ. μσν. αποδέχομαι κάτι που μού προσφέρεται αρχ. παραδίνομαι … Dictionary of Greek
επεγχειρώ — ἐπεγχειρῶ, έω (Α) προσβάλλω, επιτίθεμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγχειρώ «παίρνω στα χέρια μου, κυριεύω»] … Dictionary of Greek
παρεγχειρώ — έω, Α 1. παραβιάζω, επεμβαίνω με κακό τρόπο («οἱ τὴν φύσιν παρεγ χειρεῑν τολμῶντες», Φίλων.) 2. επιχειρώ παράνομα κάτι 3. προβάλλω εσφαλμένα επιχειρήματα 4. αποδίδω, ερμηνεύω συμβολικά 5. ταράσσω, προκαλώ διατάραξη 6. αντικρούω, αμφισβητώ ως… … Dictionary of Greek
προεγχειρώ — έω, Α 1. επιχειρώ κάτι προτού έλθει η ώρα του, ενεργώ πρόωρα («προεγχειρῆσαι παρὰ τὴν ἑαυτοῡ γνώμην», Πολ.) 2. δοκιμάζω, εξετάζω κάποιον ή κάτι προηγουμένως («τὰ περί τινος προεγχειρημένα», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγχειρῶ «επιχειρώ,… … Dictionary of Greek
ՁԵՌՆԱՐԿԵՄ — (եցի.) NBH 2 0153 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c չ. ἑπιχειρέω manum admoveo, aggredior ἑγχείρω tento. Ձեռն ʼի գործ արկանել. բուռն հարկանել. ձեռնամուխ եւ ձեռներէց լինել. իշխել առնել. Տե՛ս եւ ʼի վեր անդր՝… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
εγχειρίζω — εγχείρισα, εγχειρίστηκα, εγχειρισμένος, μτβ. 1. δίνω στα χέρια κάποιου, παραδίνω: Του εγχείρισα την επιστολή σου. 2. εγχειρώ (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)